απαρχαιώνομαι

απαρχαιώνομαι
-ώθηκα, -ωμένος, παλιώνω, γίνομαι άχρηστος: Η έκφραση αυτή είναι πια απαρχαιωμένη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • απαρχαιώνω — παθητ. απαρχαιώνομαι (Α ἀπαρχαιοῡμαι, όομαι) μέσ. (ιδίως η μτχ. απη ή απαρχαιωμένος) παλιώνω, αχρηστεύομαι νεοελλ. κάνω κάτι να φαίνεται σαν αρχαίο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”